Όταν ήρθε ο Ματίας Αλμέιδα στην ΑΕΚ, δεν μπορούσαμε να μην διακρίνουμε τη σπίθα, την τρέλα, τη λάμψη στα μάτια του. Τη δίψα του όχι για τις νίκες, αλλά για τη γιορτή, για το χαμόγελο που φέρνουν αυτές. Την ανάγκη του για τις ιαχές του γηπέδου να του δονούν όλο το του είναι.
Αυτό είναι το οξυγόνο του. Η ΑΕΚ και ο κόσμος της του τα έδωσαν όλα αυτά. Κι εκείνος αντίστοιχα δεν κράτησε τίποτα για εκείνον. Πρόσφερε στους κιτρινόμαυρους καρδιά και μυαλό. Στο απόλυτα τέλειο timing άνοιξε τις πύλες του και το νέο γήπεδο
Πώς ήρθε το νταμπλ…
Αυτή η σχεδόν χημική ένωση έφερε την έκρηξη. Στον αγωνιστικό χώρο οι φίλοι της ομάδας είδαν ένα σύνολο όχι μόνο ανίκητο αλλά και πρωτόγνωρα εδώ και δεκαετίες γοητευτικό. Ως δημοσιογράφος αλλά και φίλαθλος του Δικεφάλου ήξερα πως τέτοια ΑΕΚ δεν είχαν ζήσει να δουν πολλοί πιτσιρικάδες και οι παλαιότεροι εξ ημών, αυτόματα την συγκρίναμε με εκείνη της δεκαετίας του ’90. Απολύτως (φυσιο)λογικά ήρθε το πρωτάθλημα και ως ρουμπίνι στο στέμμα, το Κύπελλο.
Ο κιτρινόμαυρος σύλλογος, από τη φύση του, -θέλει και- δένεται με πρόσωπα. Καλώς; Κακώς; Δεν θα το αναλύσουμε. Αυτό είναι το DNA του και δεν αλλάζει. Οι φωνές για να αποφευχθεί και σε αυτή την περίπτωση η προσωπολατρεία ήταν πολλές. Κυρίως δε, μετά την απώλεια του περυσινού πρωταθλήματος όταν και ξεκίνησε αργά και σταθερά η «αποκαθήλωση». Η φετινή ήταν η ταφόπλακα.
Πώς ερχόταν το τέλος…
Καταλαβαίνω απόλυτα τους λόγους για τους οποίους τελικά χώρισαν οι δρόμοι της ομάδας με εκείνους του Αργεντίνου τεχνικού. Διότι ζούμε στην Ελλάδα. Κι εδώ η ποδοσφαιρική λογική έχει τα δικά της στάνταρ. Και τη δική της… λογική. Εδώ αν κερδίζεις, μένεις. Αν δεν κερδίζεις, φεύγεις. Δεν προσμετράται τί έκανες μέχρι πριν από λίγο καιρό, τι έχεις προσφέρει έως τώρα, από πού πήρες μια ομάδα, πού την έφερες και αν είχες τον χρόνο πού θα μπορούσες να την πας ακόμα. Ό,τι γίνει τώρα. Η μνήμη είναι ιδιαίτερα κοντή, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις οι οποίες δεν γνωρίζουν ταβάνι, αγνοώντας τις όποιες συνθήκες.
Η τρίτη και τελευταία σεζόν για τον Πελάδο είχε μία αλλά τεράστια διαφορά από τις υπόλοιπες δύο, την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Ένα κενό που δημιουργήθηκε με την αποχώρηση του Μελισσαννίδη κι έγινε μεγάλη προσπάθεια να καλυφθεί. Φυσικά δεν αναφερόμαστε στα πρακτικά, καθώς ο νέος πρόεδρος φάνηκε συνεπής ως προς τις οικονομικές ανάγκες της ομάδας. Το πρόβλημα ήταν μάλλον «συναισθηματικό». Η σχέση του κόουτς με τον προηγούμενο πρόεδρο δεν θα μπορούσε επουδενί να αντικατασταθεί εν μία νυκτί. Όπως θα ήταν ακόμα και άδικο να απαιτηθεί η πείρα και η εμπειρία του πρώην από τον νυν πρόεδρο.
Μάλιστα μπορεί και αυτή η απειρία του να συνέβαλλε στην λύση της συνεργασίας με τον Αλμέιδα. Είναι αρκετοί οι οποίοι πιστεύουν ότι ο Ηλιόπουλος υποχώρησε κάτω από την πίεση εκείνων των –ίσως λιγότερων αλλά σίγουρα δυνατότερων- φωνών που ήθελαν το κεφάλι του προπονητή επί πίνακι. Σίγουρα είναι μάταιο να αναρωτιόμαστε τί θα γινόταν αν αυτή η χρονιά είχε τον Μελισσανίδη στο τιμόνι. Όμως δεν αδικούμε κι εκείνους (κι εγώ μέσα) που σκέφτονται πως η κατάληξη πιθανότατα να ήταν διαφορετική.
Τι λένε τα σημερινά δεδομένα;
Α) Ότι η ΑΕΚ έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να επενδύσει σε ένα πολυετές πλάνο –θυμίζουμε ότι το συμβόλαιο του Ματίας έληγε το 2028-, να πειραματιστεί, να πέσει, να ξανασηκωθεί, να μάθει, να πάθει με απώτερο σκοπό να χτίσει έναν δυνατό χαρακτήρα. Όπως δηλαδή συμβαίνει με όλες τις (ευρωπαϊκές) ομάδες που προτιμούν να στηριχθούν και να στηρίξουν έναν προπονητή και να μην ψάχνονται κάθε τόσο στην αγορά.
Β) Ότι γύρισε εκεί που ήταν 3 χρόνια πριν. Με τα καλά του και τα κακά του. Φυσικά και ο Ματίας Αλμέιδα δεν ήταν Μεσσίας, αλλά όσο να ναι ανέβασε τον πήχη των προσδοκιών όλων.
Μένει μόνο να δούμε αν ο επόμενος που θα αναλάβει την τεχνική ηγεσία και το περιβάλλον του θα είναι ικανά να επαναφέρουν την τάξη, την ησυχία και την ομάδα στην κορυφή με ωραίο ποδόσφαιρο. Και μάλιστα, σε λιγότερο από 12 μήνες.