Spolier alert: στο παρακάτω κείμενο απλώνεται η απόλυτα αισιόδοξη ματιά για την δική μου, εδώ και πολλά χρόνια επίσημη αγαπημένη.
Μπορεί στο ματς με τη Δανία να μην ήρθε η πολυπόθητη νίκη, αλλά απέναντι είχαμε το φαβορί του ομίλου και αυτό δεν είναι δικαιολογία, είναι απλώς ένα ποδοφαιρικό δεδομένο. Αυτή η ήττα μας προσγείωσε, ωστόσο δεν μπορεί να διαγράψει αυτό που έχει ήδη χτιστεί και να εμποδίσει αυτό που με τόση φόρα έρχεται.
Στην αρχή αυτής της εθνικής κουνούσαμε ο ένας τον άλλον και αναρωτιόμασταν «αυτό που βλέπω εγώ, το βλέπεις κι εσύ; Δεν έχω κάποιου είδους παραίσθηση, έτσι δεν είναι;» μετά από λίγο καιρό και κυρίως μετά το ματς με την Εθνική Αγγλίας, σιγουρευτήκαμε όλοι πια ότι δεν βρισκόμαστε σε κάποιο ομαδικό… matrix, εκτός πραγματικότητας. Αυτή είναι η πραγματικότητα της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου των Ανδρών.
Πλέον σημειώνουμε τις ημερομηνίες που (και πού) παίζει το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Έχουμε χαρά και ανυπομονησία να το δούμε. Ακόμα και όταν τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που θέλουμε, το θέαμα και το ταλέντο αυτών των παιδιών δεν μας απογοητεύουν. Ο ‘Ελληνας φίλαθλος διψούσε πολύ για μία τέτοια ομάδα. Για ένα τέτοιο συγκροτημένο σύνολο. Για τόση μαζεμένη ποδοσφαρική ευφυϊα.
Στον αγώνα με την –οκ υποδεέστερη τελικά- Λευκορωσία, δεν είδαμε απλώς ένα καλό παιχνίδι της Εθνικής με ένα ευρύ σκορ, παρακολουθούσαμε μια ομάδα της οποία οι παίκτες έκαναν τα πάντα και δεν μας άφηνε να αποφασίσουμε αν είναι πιο εντυπωσιακές οι ατομικές ενέργειες από τους ομαδικούς συνδυασμούς. Μιλάμε για ένα παιχνίδι όπου όλοι οι ποδοσφαριστές του Ιβάν Γιοβάνοβιτς ήταν εν δυνάμει σκόρερ, όλοι είχαν από τουλάχιστον μία χαμένη ευκαιρία. ΟΚ, όχι ο Τζολάκης, αλλά βάζει κανείς το χέρι του στη φωτιά ότι δεν θα το δούμε και αυτό;
Το μυστικό της συνταγής Γιοβάνοβιτς
Το μυστικό αυτής της εθνικής όμως δεν οφείλεται μόνο στο μαζεμένο ταλέντο αλλά και σε τρία ακόμα στοιχεία. Το πρώτο είναι η όρεξη και το κέφι που κουβαλούν οι διεθνείς μας στις βαλίτσες τους κάθε φορά που συγκεντρώνονται για τις αναμετρήσεις της γαλανόλευκης ομάδας. Δεν είναι δύσκολο να το δει κάποιος. Αρκεί να ρίξει μια ματιά στα social media της εθνικής. Ναι, ξέρω το Instagram δεν λέει (σχεδόν) ποτέ την αλήθεια, αλλά σε αυτή την περίπτωση οι αναρτήσεις με τους διεθνείς μας απλώς επιβεβαιώνουν αυτό που βλέπουμε στο γήπεδο. Τα χαμόγελα, οι αλληλοσυνεντεύξεις,τα βίντεο πριν και μετά τους αγώνες επισφραγίζουν αυτό που υποψιαζόμαστε: ότι δεν γουστάρουν μόνο να φορούν το εθνόσημο, γουστάρουν και τους υπόλοιπους που το κουβαλούν.
Όλο αυτό μεταφράζεται σε ένα σχεδόν συγκινητικό δέσιμο κατά την διάρκεια των αγώνων όπου όλοι δουλεύουν για όλους. Πρωταρχική τους έγνοια επί 90 λεπτά είναι όχι να δείξει ο καθένας τον εαυτούλη του αλλά να αναδείξει ο ένας τον άλλον. Ο Μπακασέτας τον Καρέτσα, ο Καρέτσας τον Παυλίδη, ο Παυλίδης τον Τζόλη και πάει λέγοντας. Δεν είναι θέμα αλτρουισμού. Είναι το πνεύμα ομαδικότητας και αλληλοϋποστήριξης που κυριαρχεί από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή. Και εδώ έρχεται το δεύτερο «υλικό» αυτή της μαγικής συνταγής, που δεν είναι άλλο από το κεφάλι της οικογένειας, τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Ο κόουτς είχε ήδη στα χέρια του μια –αν μη τι άλλο ελπιδοφόρα- πρώτη ύλη, αρχικά δομημένη από τον Φαν Σχιπ και μετέπειτα από τον Πογέτ και όχι μόνο την διατήρησε αλλά με τις προσθήκες των Ζαφείρη και Καρέτσα την απογείωσε και μας υποσχέθηκε ότι θα βλέπουμε τέτοια μπάλα για αρκετά χρόνια ακόμα.
Το τρίτο και εξίσου σημαντικό, είναι ο κόσμος που επέστρεψε στο γήπεδο. Αυτή τη φορά με τη διάθεση να στηρίξει ασχέτως αποτελέσματος κάτι που έγινε ξεκάθαρο στην αναμέτρηση με την Δανία, όταν το βαρύ κι ασήκωτο 0-3 δεν πτόησε τους φιλάθλους να γεμίζουν τον αέρα του “Γ.Καραϊσκάκης” με τα εκκωφαντικά “Ελλάς! Ελλάς” και το δυνατό χειρόκροτημα αμέσως μετά το τελευταίο σφύριγμα.
Ο δρόμος είναι μακρύς και αυτό είναι το μαγικό. Συνεχίζουμε.